παθογνωμονική

παθογνωμονική
παθογνωμονικός
indicating a particular disease
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοτοδίνη — η, ΝΜ μορφή ζάλης που εκφράζεται υποκειμενικά σαν αίσθημα κίνησης τού περιεχομένου τού κρανίου, χωρίς παθογνωμονική σημασία τις περισσότερες φορές, και η οποία εμφανίζεται σε άτομα με αγγειοκινητική αστάθεια, ορθοστατική υπόταση και… …   Dictionary of Greek

  • στεατονέκρωση — η, Ν ιατρ. νέκρωση τού λιπώδους ιστού τού περιτοναίου και τού μείζονος επιπλόου υπό μορφή λευκοκίτρινων κηλίδων, η οποία αποτελεί παθογνωμονική αλλοίωση επί οξείας αιμορραγικής παγκρεατίτιδας …   Dictionary of Greek

  • τριάδα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A των Ψαχνών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (41 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”